
Ήταν ένας γάιδαρος με μεγάλ’ αυτιά
το παχνί δεν τ’ άρεσε, ήθελ’ αρχοντιά
Ήθελ’ αρχοντιά
Ήθελε η μούρη του να φορέσει σέλα
και να καμαρώνεται με το σύρε κι έλα
Με το σύρε κι έλα
Στο δρόμο που επήγαινε είδε μια αλεπού
γάιδαρε, τον ρώτησε, για πού; Για πού; Για πού;
Γάιδαρε για πού;
Δε σου λέω, αλεπού, τι δρόμο θε να πάρω
την κακή τη σκέψη σου την ξέρω κυρα Μάρω
Την ξέρω κυρα Μάρω